απρωτοκόλλητος

απρωτοκόλλητος
-η, -ο
αυτός που δεν πρωτοκολλήθηκε, δεν καταχωρίστηκε στο ειδικό για τα έγγραφα βιβλίο σε κάθε υπηρεσία, που λέγεται πρωτόκολλο: Δεν έπρεπε να μείνουν τόσες μέρες τα έγγραφα απρωτοκόλλητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απρωτοκόλλητος — η, ο (για έγγραφα) αυτός που δεν έχει πρωτοκολληθεί, που δεν έχει καταγραφεί στο βιβλίο πρωτοκόλλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”